Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι

См. также в других словарях:

  • επιρρώομαι — ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) [ρώομαι] 1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.) 2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου 3. (με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»